σιδηρόσπαρτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.
German (Pape)
[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.
Greek Monolingual
-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῑν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό-σπαρτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.