ἀντηρέτης

Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἐρέτης) properly,

   A one who rows against another, cf. AB411: generally, opponent, adversary, A. Th.284,595; ἀ. δορός τινι ib.997 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 248] ὁ, eigtl. Gegenruderer; übh. Gegner, Widersacher, δορός τινι Aesch. Sept. 981; ἐχθροῖς 265. 577.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντηρέτης: -ου, ὁ, (ἐρέτης) κυρίως ὁ κωπηλατῶν ἐναντίον ἑτέρου, «ἀντηρέτης: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει ἀντίπαλος, ἀνταγωνιστής, ἐχθρός, Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· δορός γε τῷδ’ ἀντηρέτας αὐτόθι 993.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui rame à la rencontre de, càd adversaire.
Étymologie: ἀντί, ἐρέτης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que rema enfrente, AB 411, EM 112.40G.
fig. adversario ἀντηρέτας ἐχθροῖσι que reman contra el enemigo A.Th.283, δορὸς τῷδ' ἀντηρέτας remero de la lanza (e.d. lancero) contrario a éste A.Th.992, cf. 595.

Greek Monolingual

ἀντηρέτης, ο (Α) ερέτης
1.αυτός που κωπηλατεί καθισμένος απέναντι από κάποιον άλλο
2.ο αντίπαλος, ο εχθρός.

Greek Monotonic

ἀντηρέτης: -ου, ὁ (ἐρέτης), κυρίως, κωπηλάτης απέναντι σε άλλον· γενικά, αντίπαλος, ανταγωνιστής, σε Αισχύλ.