Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: ἔκτᾰ | Medium diacritics: ἔκτα | Low diacritics: έκτα | Capitals: ΕΚΤΑ |
Transliteration A: ékta | Transliteration B: ekta | Transliteration C: ekta | Beta Code: e)/kta |
ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν,
A v. κτείνω.
ἔκτᾰ: ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, ἴδε τὸ ῥῆμα κτείνω.
see κτείνω.
v. κτείνω.
ἔκτᾰ: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του κτείνω· ἔκτᾰμεν, ἔκτᾰν, αʹ και γʹ πληθ.