Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Full diacritics: γενναιοπρεπής | Medium diacritics: γενναιοπρεπής | Low diacritics: γενναιοπρεπής | Capitals: ΓΕΝΝΑΙΟΠΡΕΠΗΣ |
Transliteration A: gennaioprepḗs | Transliteration B: gennaioprepēs | Transliteration C: gennaioprepis | Beta Code: gennaiopreph/s |
ές,
A befitting a noble: only in Adv. -πῶς Ar.Pax988.
γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.
γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.