ἐφηβάω
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Ion. ἐπ-,
A come to man's estate, grow up to manhood, Hdt.6.83, A.Th. 665, E.Fr.559, X.Cyr.6.1.12.
German (Pape)
[Seite 1116] ion. ἐπηβάω, heranwachsen, ein ἔφηβος werden; οὔτ' ἐν τροφαῖσιν οὔτ' ἐφηβήσαντά πω Aesch. gpt. 647, weder in der Kindheit, noch da er heranwuchs; ἐς ὃ ἐπήβησαν οἱ παῖδες Her. 6, 83; im med., ἀντὶ δὲ τῶν ἀποθανόντων ἕτεροι καὶ ἐφηβήσονται καὶ ἐπιγενήσονται Xen. Cyr. 6, 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφηβάω: Ἰων. ἐπηβάω, φθάνω εἰς ἡλικίαν ἐφήβου, ἀνδροῦμαι, Ἡρόδ. 6. 83, Αἰσχύλ. Θήβ. 665, Εὐρ. Ἀποσπ. 563, Ξεν. Κύρ. 6. 1. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
entrer dans l’adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.
Greek Monotonic
ἐφηβάω: Ιων. ἐπ-, μέλ. -ήσω, φτάνω στην εφηβική ηλικία, μεγαλώνω και ανδρώνομαι, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ξεν.