ἀφηδύνω
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
(ἡδύς)
A sweeten, Luc.Am.3; τὰς ἀκοάς Ph.1.353:—Pass., τὸ ἦθος Plu.Dio 17.
German (Pape)
[Seite 409] versüßen, Luc. Amor. 3; übertr., ἀφηδυ νόμενον ἦθος Plut. Dion. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηδύνω: μέλλ. -ῠνῶ, ἡδύνω, καθιστῶ τι ἡδύ, Λουκ. Ἔρωτ. 3, Πλουτ. Δίων 17.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
adoucir.
Étymologie: ἀπό, ἡδύνω.
Spanish (DGE)
endulzar en un ritual πυρκαϊὴν χρὴ ἀφη[δύ] ναι αἴθοπι οἴνῳ καὶ πολιῷ γλάγεϊ Orác. en ISestos 11.29 (Calípolis II d.C.)
•fig. τὰς ἀκοὰς ... ἀφηδύνοντες Ph.1.353, τὴν φωνήν Luc.Am.3.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀφηδύνω: μέλ. -ῠνῶ, γλυκαίνω, σε Πλούτ., Λουκ.