γήποτος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον,
A v. γάποτος.
German (Pape)
[Seite 489] von der Erde getrunken, dor. γαπ., Aesch. Pers. 613 Ch. 95.
Greek (Liddell-Scott)
γήποτος: -ον, ἴδε ἐν λ. γάποτος.
Greek Monolingual
γήποτος και γάποτος, -ον (Α)
αυτός που απορροφάται ή απορροφήθηκε από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -ποτος < ποτός < πίνω.
Greek Monotonic
γήποτος: -ον, βλ. γά-ποτος.