γλυκύμαλον

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύμᾱλον: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ γλυκύμηλον, = μελίμηλον, γλυκὺ μῆλον, Σαπφὼ 35· ἐν χρήσει πρὸς δήλωσιν ἀγάπης καὶ στοργῆς, Θεοκρ. 11. 39.

Greek Monolingual

το
βλ. γλυκόμηλο.

Greek Monotonic

γλῠκύμᾱλον: Αιολ. και Δωρ. αντί γλυκύ-μηλον, γλυκόμηλο· ως όρος χρησιμ. για να δηλώσει στοργή, τρυφερότητα, αγάπη, σε Θεόκρ.