γοητής
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A wailer, γοητῶν νόμον A.Ch. 822 codd. (γοατάν Herm.), cf. Tim.Pers.112.
Greek (Liddell-Scott)
γοητής: -οῦ, Δωρ. γοατάς, ᾶ, ὁ, (γοάω) ὁ κραυγάζων, γοατῶν νόμον (Herm. γοατὰν ὡς ἐπίθ.) Αἰσχύλ. Χο. 822.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui gémit, qui se lamente.
Étymologie: γοάω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
el que lanza gemidos γοηταὶ θρηνώδει κατείχοντ' ὀδυρμῷ Tim.15.102.
Greek Monolingual
γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) γοώ
θρηνώδης.
Greek Monotonic
γοητής: -οῦ, ὁ (γοάω), Δωρ. γοᾱτάς, -ᾶ, αυτός που κραυγάζει· ή με επιρρ. σημασία, με κλαυθμούς και οδυρμούς, σε Αισχύλ.