δηλοποιέω
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
German (Pape)
[Seite 560] kund machen, Plut. Pericl. 33 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δηλοποιέω: δῆλον ποιῶ, κάμνω φανερόν, σαφές τι, Πλούτ. Περικλ. 33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire connaître.
Étymologie: δῆλος, ποιέω.
Spanish (DGE)
manifestar, revelar, aclarar τῶν παθῶν τὸ αὐθαίρετον Chrys.M.50.643, cf. Scand.3.6, Procop.Gaz.M.87.1244D, Eust.Op.338.20
•c. or. complet. c. ὡς: γράμματα ... ἃ καὶ ἐδηλοποίουν ἡμῖν, ὡς τὴν ἡμετέραν (χώραν) καταλαβέσθαι πολύχουν ἠθέλησας Ps.Callisth.3.26Γ, tb. en v. pas. τί δέ ἐστι ... δηλοποιηθήσεται Alex.Aphr.in SE 21.12, cf. Gr.Nyss.Hom.Par.75a.14
•v. med. mismo sent., c. ὅτι: τὸ κρατῆσαι τῆς γλώττης δηλοποιεῖται, ὅτι Ath.Al.M.28.1412C, cf. 1413B.
Greek Monotonic
δηλοποιέω: μέλ. -ήσω, καθιστώ κάτι σαφές, ευκρινές, ξεκαθαρίζω, σε Πλούτ.