διπόταμος

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπότᾰμος Medium diacritics: διπόταμος Low diacritics: διπόταμος Capitals: ΔΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: dipótamos Transliteration B: dipotamos Transliteration C: dipotamos Beta Code: dipo/tamos

English (LSJ)

ον,

   A between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.

Spanish (DGE)

(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.

Greek Monotonic

δῐπότᾰμος: -ον, αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, σε Ευρ.