Διθυραμβογενής
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
A v. διθύραμβος 11.
Greek (Liddell-Scott)
Δῑθῠραμβογενής: ὁ, πρβλ. διθύραμβος ΙΙ.
Greek Monotonic
Δῑθῠραμβογενής: ὁ (γί-γνομαι), αυτός που γεννήθηκε από το Βάκχο, σε Ανθ.