δυσπρόσοιστος

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοιστος Medium diacritics: δυσπρόσοιστος Low diacritics: δυσπρόσοιστος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysprósoistos Transliteration B: dysprosoistos Transliteration C: dysprosoistos Beta Code: duspro/soistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to approach, στόμα S.OC1277.

German (Pape)

[Seite 688] unzugänglich, unfreundlich, στόμα Soph. O. C. 1277.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοιστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, στόμα Σοφ. Ο. Κ. 1277. ― Κατὰ τὸν Nauck γραπτ. δυσπρόσωπον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
peu abordable, intraitable.
Étymologie: δυσ-, προσφέρω.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible al diálogo, difícil de abordar πατρὸς τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277.

Greek Monolingual

δυσπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει κανείς.

Greek Monotonic

δυσπρόσοιστος: -ον (προσοίσομαι, Μέσ. μέλ. του προσφέρω), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ.