δυσπρόσοιστος
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ον,
A hard to approach, στόμα S.OC1277.
German (Pape)
[Seite 688] unzugänglich, unfreundlich, στόμα Soph. O. C. 1277.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοιστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, στόμα Σοφ. Ο. Κ. 1277. ― Κατὰ τὸν Nauck γραπτ. δυσπρόσωπον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
peu abordable, intraitable.
Étymologie: δυσ-, προσφέρω.
Spanish (DGE)
-ον
inaccesible al diálogo, difícil de abordar πατρὸς τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277.
Greek Monolingual
δυσπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει κανείς.
Greek Monotonic
δυσπρόσοιστος: -ον (προσοίσομαι, Μέσ. μέλ. του προσφέρω), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ.