δυωδεκάμοιρος

From LSJ
Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠωδεκάμοιρος Medium diacritics: δυωδεκάμοιρος Low diacritics: δυωδεκάμοιρος Capitals: ΔΥΩΔΕΚΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: dyōdekámoiros Transliteration B: dyōdekamoiros Transliteration C: dyodekamoiros Beta Code: duwdeka/moiros

English (LSJ)

ον,

   A divided into twelve parts, AP7.641 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

δυωδεκάμοιρος: -ον, διῃρημένος εἰς δώδεκα μέρη, δ. σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, ἡ νύξ, Ἀνθ. Π. 7. 641.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
divisé en douze parties.
Étymologie: δυώδεκα, μοῖρα.

Greek Monotonic

δυωδεκάμοιρος: -ον, αυτός που έχει διαιρεθεί, μοιρασθεί σε δώδεκα κομμάτια, σε Ανθ.