Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγχέζω

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχέζω Medium diacritics: ἐγχέζω Low diacritics: εγχέζω Capitals: ΕΓΧΕΖΩ
Transliteration A: enchézō Transliteration B: enchezō Transliteration C: egchezo Beta Code: e)gxe/zw

English (LSJ)

fut. -χέσω or -χεσοῦμαι: pf. ἐγκέχοδα, = Lat.

   A incacare, Ar.Ra.479: c. acc., to be in a horrid fright at one, Id.V.627.

German (Pape)

[Seite 712] (s. χέζω), drein scheißen, Ar. Ran. 479; τινά, aus Furcht vor Einem, Vesp. 627.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχέζω: μέλλ. -χέσω ἢ -χεσοῦμαι: πρκμ. ἐγκέχοδα: - Λατ. incacare, χέζω ἐν..., ἀποπατῶ διὰ φόβον, οὗτος, τί δέδρακας; ἐγκέχοδα Ἀριστοφ. Βάτρ. 479· μετ’ αἰτ., φοβοῦμαι τινά, κἀγκεχόδασίν μ’ οἱ πλουτοῦντες, «μὲ τρέμουν οἱ πλούσιοι», «τὰ κάμνουν ἐπάνω τους ἀπὸ τὸν πρὸς ἐμὲ φόβον», ὁ αὐτ. Σοφ. 627.

French (Bailly abrégé)

conchier, embrener.
Étymologie: ἐν, χέζω.

Spanish (DGE)

• Morfología: perf. ἐγκέχοδα
cagarse encima abs. τί δέδρακας; ἐγκέχοδα Ar.Ra.479, cf. Gloss.3.402.
tb. c. ac. fig. κἀγκεχόδασίν μ' οἱ πλουτοῦντες se me cagan los ricos (de miedo), Ar.V.627.

Greek Monolingual

ἐγχέζω (Α)
φρ.
1. «οὗτος τί δέδρακας;» — «ἐγκέχοδα» — χέστηκα, τά 'κάνα πάνω μου απ' τον φόβο
2. «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.).

Greek Monotonic

ἐγχέζω: μέλ. -χέσω ή χεσοῦμαι, παρακ. ἐγκέχοδα· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ.