ἐγγηράσκω

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγηράσκω Medium diacritics: ἐγγηράσκω Low diacritics: εγγηράσκω Capitals: ΕΓΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: engēráskō Transliteration B: engēraskō Transliteration C: eggirasko Beta Code: e)gghra/skw

English (LSJ)

Lib.Or.61.9 (ἐγγηρ-άω Anon. in EN237.2), fut. -άσομαι [ᾱ] (v. infr.):—

   A grow old with or in, μεγέθει σώματος Hp.Aph. 2.54; ταῖς βασιλείαις Plb.6.7.4, cf. D.S.11.23, Plu.Tim.15.    2 abs., grow old in one, decay, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Th.6.18; πρὶν ἐγγηρᾶσαι τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plu.Nic.14.

German (Pape)

[Seite 700] (s. γηράσκω), in, bei Etwas alt werden; τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Thuc. 6, 18; bes. Sp.; πρὶν ἐγγηρᾶσαι αὐτῷ τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plut. Nic. 14; τοῖς τυραννείοις ἐγγηράσας Timol. 15, wie τῇ δυναστείᾳ Pol. 12, 15, 7; ἐγγηρᾶναι erwähnt Poll. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγηράσκω: μέλλ. -άσομαι ᾱ, ἴδε κατωτ.· - γηράσκω ἔν τινι, τινι Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐγγηράσκειν βασιλείαις Πολύβ. 6. 7, 4, κτλ. 2) ἀπολ., γηράσκω, μαραίνομαι, ἐκλείπω, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Θουκ. 6. 18.

French (Bailly abrégé)

1 vieillir dans, τινι;
2 abs. vieillir, s’émousser.
Étymologie: ἐν, γηράσκω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. inf. ἐγγηρᾶσαι, pero ἐγγηράσαι Ph.2.447]
1 c. suj. de pers. envejecer, hacerse viejo c. dat. μεγέθει δὲ σώματος ... ἐγγηρᾶσαι hacerse viejo teniendo un cuerpo alto Hp.Aph.2.54, τῇ δυναστείᾳ Timae.124b, cf. Diog.54, Plb.6.7.4, D.S.11.23, τῇ Ἐφεσίων πόλει Iuba 83, cf. Lib.Or.61.9, ταῖς ἀπὸ νεότητος στρατείαις I.BI 3.4, c. ἐν y dat. ἐν δίκαις ... καὶ ἀγῶσι Plu.2.481a
envejecer dedicado a τῇ ... σκέψει Ph.1.629, παιδείᾳ ... ἐνηβῆσαι καὶ ἐγγηράσαι Ph.2.447, τῇ διαθήκῃ τῇ παλαιᾷ Clem.Al.Strom.5.10.62.
2 c. suj. de abstr. envejecer, fig. decaer, declinar ἡ ἀκμὴ τῆς ἐλπίδος Plu.Nic.14
en v. med. mismo sent. πάντων τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Th.6.18.

Greek Monolingual

ἐγγηράσκω (Α)
1. γερνώ ασχολούμενος με κάτι
2. γερνώ, φθείρομαι, μαραίνομαι.

Greek Monotonic

ἐγγηράσκω: μέλ. -άσομαι [ᾱ], παρακμάζω, μαραίνομαι, σε Θουκ.