ἐνυφαντός
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
όν,
A inwoven, Theoc.15.83.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνῠφαντός: -όν, ὑφαντός, «κεντημένος» ἔν τινι, Θεόκρ. 15. 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tissé, brodé.
Étymologie: ἐνυφαίνω.
Spanish (DGE)
(ἐνῠφαντός) -όν tejidode figuras en un tapiz, Theoc.15.83.
Greek Monolingual
ἐνυφαντός, -όν (Α)
υφαντός, ενυφασμένος.
Greek Monotonic
ἐνῠφαντός: -όν, υφαντός, κεντημένος, σε Θεόκρ.