εὐγλωσσία
From LSJ
English (LSJ)
Att. εὐγλωττία, ἡ,
A glibness of tongue, fluency of speech, E. Fr.206.4, Ar.Eq.837, Ps.-Ptol. Centil.38, Iamb. Protr.20. II sweetness of song, Ael.NA17.23.
German (Pape)
[Seite 1059] ἡ, att. εὐγλωττία, Zungenfertigkeit, Ar. Equ. 837; von Vögeln, schöner Gesang, Ael. H. A. 17, 23; bei den Rhett. Wohlredenheit.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγλωσσία: Ἀττ. -ττία, ἡ, ὡς καὶ νῦν, εὐχέρεια εἰς τὸ λαλεῖν, εὐφράδεια, εὐγλωττία, Εὐρ. Ἀποσπ. 205, Ἀριστοφ. Ἱππ. 837. ΙΙ. ἡδύτης ᾄσματος, Αἰλ. π. Ζ. 17. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
douceur du chant en parl. d’oiseaux.
Étymologie: εὔγλωσσος.
Greek Monolingual
εὐγλωσσία, ἡ (ΑΜ) εύγλωσσος
βλ. ευγλωττία.
Greek Monotonic
εὐγλωσσία: Αττ. -ττία, ἡ, ευφράδεια, σε Αριστοφ.