θεοβλαβέω
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
A to be θεοβλαβής, A.Pers.831, Them.Or.4.56c.
German (Pape)
[Seite 1195] 1) gegen die Götter freveln, ὑπερκόπῳ θράσει Aesch. Pers. 817. – 2) ein θεοβλαβής sein, geistesverwirrt sein, Themist. or. 4 p. 56.
Greek (Liddell-Scott)
θεοβλᾰβέω: ἁμαρτάνω εἰς τοὺς θεούς, ἀσεβῶ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 831. 2) εἶμαι θεοβλαβής, εἶμαι βεβλαμμένος τὰς φρένας ὑπὸ θεοῦ, Θεμίστ. 56C.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
offense les dieux, se révolter contre les dieux.
Étymologie: θεοβλαβής.
Greek Monotonic
θεοβλᾰβέω: προσβάλλω τους θεούς, σε Αισχύλ.