Ἡφαιστότευκτος
English (LSJ)
ον,
A wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστο-τευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτῠκές).
German (Pape)
[Seite 1179] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, σέλας Soph. Phil. 975, τρίπους D. L,. 1, 32, πανοπλία Procl. chrestom. 6.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡφαιστότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, σέλας Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - ὡσαύτως Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, ἔνθα ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, χάριν τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
travaillé par Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος, τεύχω.
Greek Monotonic
Ἡφαιστότευκτος: -ον, ο κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, σε Σοφ.