Ἡφαιστότευκτος

Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστο-τευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτῠκές).

German (Pape)

[Seite 1179] von Hephästus bereitet, hervorgebracht, σέλας Soph. Phil. 975, τρίπους D. L,. 1, 32, πανοπλία Procl. chrestom. 6.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡφαιστότευκτος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου, σέλας Σοφ. Φ. 987, πρβλ. Σιμων. 206, Ἀντίμ. 9, Διογ. Λ. 1. 32· - ὡσαύτως Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, ἔνθα ὁ Herm. Ἡφαιστοτῠκές, χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé par Héphæstos.
Étymologie: Ἥφαιστος, τεύχω.

Greek Monotonic

Ἡφαιστότευκτος: -ον, ο κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, σε Σοφ.