ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
ἰθέως: «ὀρθῶς» Ἡσύχ.
adv.directement ; tout de suite, aussitôt.Étymologie: ἰθύς.
ἰθέως: επίρρ. του ἰθύς, βλ. ἰθύς II. 3.