θοινατήριον
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
τό,
A = θοίνη, E.Rh.515.
Greek (Liddell-Scott)
θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 515.
Greek Monolingual
θοινατήριον, τὸ (Α) θοινατήρ
θοίνη, ευτυχία, συμπόσιο («στήσω πετεινοῑς γυψί θοινατήριον», Ευρ.).
Greek Monotonic
θοινᾱτήριον: τό, = θοίνη, σε Ευρ.