Ἰνώ
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
[ῑ], όος contr. οῦς, ἡ, Ino, daughter of Cadmus, worshipped as a sea-goddess by the name of Leucothea, Od.5.333, Hes.Th.976, Alcm.84, Pi.O.2.30, etc.: prov.,
A Ἰνοῦς ἄχη Zen.4.38.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰνώ: ῑ, όος, συνῃρ. οῦς, θυγάτηρ τοῦ Κάδμου, λατρευομένη ὡς θεὰ τῆς θαλάσσης ὑπὸ τὸ ὄνομα Λευκοθέα, Ὀδ. Ε. 333. Ἡσ. Θ. 976, Πίνδ., κλ.· - παροιμ., Ἰνοῦς ἄχη Ζηνόβιος (παρὰ Παροιμιογρ. 4. 38).
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
Ino.
Greek Monotonic
Ἰνώ: [ῑ], -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, Ινώ, κόρη του Κάδμου, που λατρευόταν σαν θεότητα της θάλασσας με το όνομα Λευκοθέα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.