Λευκοθέα
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
Ep. Λευκοθέη, ἡ,
A the white goddess (cf. Λευκαθέα), name of the sea-goddess Ino, Od.5.334, Pi.P.11.2.
II λ., ἡ, the faculty of seeing white, Aristo Stoic.1.86.
Russian (Dvoretsky)
Λευκοθέα: ἡ Левкотея, «Белая богиня» (культовое имя Ино как морской богини) Hom., Pind., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Λευκοθέα: ἡ, = ἡ λευκὴ θεὰ (πρβλ. μελανθέα)· ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦτο ἡ Ἰνὼ ἐλατρεύετο ὡς εὐμενὴς θεότης τῆς θαλάσσης, Ὀδ. Ε. 334, Πινδ. Π. 11. 4.
English (Slater)
Λευκοθέα
1 the white goddess, epithet of Ino, daughter of Kadmos, who became a sea goddess. Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων (P. 11.2) ]Λευκοθ[έα (supp. Lobel) Θρ. 5c. 7.
Greek Monolingual
Λευκοθέα και Λευκαθέα, επικ. τ. -έη, ἡ (Α)
1. ονομασία της θαλάσσιας θεάς Ινούς, η λευκή θεά («τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ καλλίσφυρος Ἰνώ, Λευκοθέη», Ομ. Οδ.)
2. (ως προσηγορικό) ἡ λευκοθέα
η ικανότητα να βλέπει κάποιος κάτι λευκό («ὡς εἴ τις ἐθέλει τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελαίνων δὲ μελανοθέαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λευκ(ο)- + θέα
ο τ. ως κύριο όν. θεωρήθηκε ως σύνθ. με β' συνθετικό το θεά].
Greek Monotonic
Λευκοθέα: ἡ, λευκή θέα, όνομα της Ινούς που λατρευόταν σαν θεότητα της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Λευκοθέα, ἡ,
the white goddess, under which name Ino was worshipped as a sea-goddess, Od.