ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
[Seite 1450] ion. = κλειστός, verschlossen, verschließbar, Od. 2, 344.
ion. c. κλειστός.
that may be closed, Od. 2.344†.
κληϊστός, -ή, -όν (Α)ιων. τ. βλ. κλειστός.
κληϊστός: Ιων. αντί κλειστός.