κοιλιοπώλης

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιοπώλης Medium diacritics: κοιλιοπώλης Low diacritics: κοιλιοπώλης Capitals: ΚΟΙΛΙΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: koiliopṓlēs Transliteration B: koiliopōlēs Transliteration C: koiliopolis Beta Code: koiliopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tripe-seller, Ar.Eq.200.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, der Magen od. Magenwurst verkauft, Ar. Equ. 200.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κοιλίας («πατσᾶν»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 200.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de tripes.
Étymologie: κοιλία, πωλέω.

Greek Monolingual

κοίλιοπώλης, ὁ (Α)
(κωμ. λ. στον Αριστοφ.) αυτός που πουλά κοιλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

κοιλιοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πατσά, σε Αριστοφ.