κοπτός

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπτός Medium diacritics: κοπτός Low diacritics: κοπτός Capitals: ΚΟΠΤΟΣ
Transliteration A: koptós Transliteration B: koptos Transliteration C: koptos Beta Code: kopto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A chopped small or pounded, ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8.    II κοπτὴ σησαμίς, a cake of pounded sesame, Artem.1.72 codd.; κοπτή alone in this sense, Sopat.17, AP12.212 (Strat.), POxy.113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15.    2 κοπτή, ἡ, lozenge, pastille, Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8.

Greek (Liddell-Scott)

κοπτός: -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. κόπτω Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ σησαμίς, πλακοῦς ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) φάρμακον κοπανισμένον, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
meurtri.
Étymologie: κόπτω.

Greek Monolingual

κοπτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κοφτός.

Greek Monotonic

κοπτός: -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· κοπτή, , πλακούντας από κοπανισμένο σουσάμι, σε Ανθ.