κοναβηδόν
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
Adv.
A with a noise, clash, AP7.531 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 1480] mit Getöse, Gerassel, Antip. Th. 26 (VII, 531).
Greek (Liddell-Scott)
κονᾰβηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ κονάβου, κρότου, ψόφου, ἀντηχήσεως, κλαγγῆς, Ἀνθ. Π. 7. 531.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un bruit retentissant.
Étymologie: κοναβέω, -δον.
Greek Monolingual
κοναβηδόν (Α)
επίρρ. με θόρυβο, με κρότο, με πάταγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόναβος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμ-ηδόν, σωρ-ηδόν)].
Greek Monotonic
κονᾰβηδόν: επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ.