κρέμβαλα

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρέμβᾰλα Medium diacritics: κρέμβαλα Low diacritics: κρέμβαλα Capitals: ΚΡΕΜΒΑΛΑ
Transliteration A: krémbala Transliteration B: krembala Transliteration C: kremvala Beta Code: kre/mbala

English (LSJ)

τά,

   A castanets, Carm.Pop.3.

Greek (Liddell-Scott)

κρέμβᾰλα: τά, κρόταλα, ἅπερ εἶχον εἰς τοὺς δακτύλους αὑτῶν οἱ ὀρχούμενοι καὶ συνέκρουον αὐτὰ μετὰ ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ἐγίνετο ἡ ὄρχησις, νῦν ὀνομάζονται Τουρκιστὶ «ζίλια», Ἀθήν. 636C· πρβλ. κρόταλον. (Πρβλ. Λατ. crepare, crepundiae).

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
castagnettes.
Étymologie: DELG rac. expressive, cf. κρόταλον.

Greek Monotonic

κρέμβᾰλα: τά, κρόταλα, θορυβώδη όργανα όπως οι καστανιέτες.