Κραυγασίδης

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek (Liddell-Scott)

Κραυγασίδης: -ου, ὁ, ὡς εἰ πατρωνυμικὸν τοῦ κραύγασος, «φωνακλᾶς», ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομυομαχ. 246.

Greek Monotonic

Κραυγᾰσίδης: -ου, ὁ (κραυγάζω), ως πατρωνυμ., ο γιος του Κραυγάσου, σε Βατραχομ.