Μαῖα
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
ἡ, Maia, mother of Hermes, h.Merc.3, Alc.5, etc.; Ion. Μαίη, Hes.Th.938:—also Μαιάς, άδος, ἡ, Od.14.435, h.Merc.57, E. Or.997 (lyr.), etc. (Derived fr. μαῖα,
A = τροφός, by Porph.Abst.4.16.)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Mæa (Maïa), fille d’Atlas, mère d’Hermès.
Étymologie: DELG μαῖα.
Greek Monotonic
Μαῖα: Ιων. Μαίηἡ, η Μαία, κόρη του Άτλαντα, μητέρα του Ερμή, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.