μαχαίριον
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
τό, = foreg., X.An.4.7.16, Men.765, PEleph.5.13 (iii B. C.), Str.12.2.10;
A surgeon's or barber's knife, Hp.Medic.6,7, Arist. GA789b13, Metaph.1061a4, Com.Adesp.327, Plu.Brut.13, Ruf.Ren. Ves.12.12.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαίριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μάχαιρα, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 7, 16. χειρουργικὸν μαχαίριον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 13, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 3, 3, Κωμ. Ἀνών. 318.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de μάχαιρα.
Greek Monotonic
μᾰχαίριον: τό, υποκορ. του μάχαιρα, σε Ξεν.