λωπίζω

From LSJ
Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωπίζω Medium diacritics: λωπίζω Low diacritics: λωπίζω Capitals: ΛΩΠΙΖΩ
Transliteration A: lōpízō Transliteration B: lōpizō Transliteration C: lopizo Beta Code: lwpi/zw

English (LSJ)

   A uncover, strip, Hsch., Suid.: found only in compds. ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, etc.; S.Tr.925, ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν, belongs to ἐκλωπίζω.—Cf. λοπίζω.

Greek (Liddell-Scott)

λωπίζω: μέλλ. -ίσω, (λῶπος) ἐκδύω, γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.˙ νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, κτλ.˙ ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ ἐκλωπίζω. ― Πρβλ. λοπίζω.

Greek Monolingual

λωπίζω Α) λώπη
γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ' εὐώνυμον», Σοφ.).

Greek Monotonic

λωπίζω: μέλ. λωπίσω (λῶπος) σκεπάζω, καλύπτω με μανδύα, ντύνω, σε Σοφ.