μεγαλότολμος

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλότολμος Medium diacritics: μεγαλότολμος Low diacritics: μεγαλότολμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: megalótolmos Transliteration B: megalotolmos Transliteration C: megalotolmos Beta Code: megalo/tolmos

English (LSJ)

ον,

   A greatly adventurous, J.AJ5.1.29, App.Syr.10 (Comp.), Luc.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 107] Großes wagend, kühn, Luc. Alex. 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλότολμος: -ον, ὁ μεγάλα τολμῶν, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Λουκ. Ἀλέξ. 8· ― Ἐπίρρ. -μως, Νικήτ. Παφλ. Ἐγκ. εἰς Ἅγ. Εὐστ. σ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une grande hardiesse, audacieux.
Étymologie: μέγας, τόλμα.

Greek Monolingual

μεγαλότολμος, -ον (Α)
πολύ τολμηρός, ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
μεγαλοτόλμως (Μ)
με μεγάλη τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + τόλμη.

Greek Monotonic

μεγᾰλότολμος: -ον (τόλμα), πολύ τολμηρός, σε Λουκ.