μηδαμόσε

Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv.

   A nowhither, μ. ἄλλοσε Pl.R. 499a.

German (Pape)

[Seite 169] nirgends wohin, correl. zu πόσε, ποῖ, μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα, Plat. Rep. VI, 499 a.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμόσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδὲν μέρος, μ. ἄλλοσε Πλάτ. Πολ. 499Α.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: μηδαμός, -σε.

Greek Monolingual

μηδαμόσε (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενάμηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. αυτό-σε, ουδαμό-σε)].

Greek Monotonic

μηδᾰμόσε: επίρρ., προς το πουθενά, προς κανένα τόπο, μηδαμόσε ἄλλοσε, σε Πλάτ.