νεοσσίς

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσίς Medium diacritics: νεοσσίς Low diacritics: νεοσσίς Capitals: ΝΕΟΣΣΙΣ
Transliteration A: neossís Transliteration B: neossis Transliteration C: neossis Beta Code: neossi/s

English (LSJ)

Att. νεοττ-, later νοσσίς, ίδος, ἡ, = foreg.1, Arist.HA559b23; Παφίης νοσσίς, of a

   A girl, AP9.567 (Antip.): freq. as pr. n. in Com.    2 νοσσίδες, αἱ, name of a kind of shoe, Herod.7.57.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσίς: Ἀττ. νεοττίς, -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 19˙ Παφίης νοσσὶς (ἴδε νεοσσός), ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 567˙ - συχν. ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ τοῖς Κωμικοῖς.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite poule, poulette.
Étymologie: νεοττός.

Greek Monolingual

νεοσσίς και νοσσίς και αττ. τ. νεοττίς, ἡ (Α)
1. μικρό θηλυκό πουλί
2. μτφ. (για πρόσωπα) μικρό σε ηλικία κορίτσι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) αἱ νοσσίδες
είδος υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + επίθημα -ις (πρβλ. νεωρ-ίς)].

Greek Monotonic

νεοσσίς: Αττ. νεοττίς, -ίδος, μεταγεν. νοσσίς, ἡ, = το προηγ., λέγεται και για κορίτσι, σε Ανθ.