ξυλοπαγής

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοπᾰγής Medium diacritics: ξυλοπαγής Low diacritics: ξυλοπαγής Capitals: ΞΥΛΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: xylopagḗs Transliteration B: xylopagēs Transliteration C: ksylopagis Beta Code: culopagh/s

English (LSJ)

ές,

   A built on piles, Str.5.1.7.

German (Pape)

[Seite 281] ές, aus Holz zusammengefügt, Strab. V, 1, 213.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπᾰγής: -ές, συνηρμοσμένος ἐκ ξύλων, Στράβ. 213.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: ξύλον, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές (Α ξυλοπαγής, -ές)
συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -παγής{ < θ. παγ-, πρβλ. -πάγ-ην, αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. κηρο-παγής].

Greek Monotonic

ξῠλοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Στράβ.