Οὐρανία
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
(Boeot. Ὠρανία IG7.1804, also at Epidaurus, ib.42(1).283), Ep. and Ion. -ιη, ἡ, Urania, name of one of the Muses, Hes. Th.78; later, she was looked on esp. as the Muse of Astronomy, Cic.Div.1.11.17, al. II epith. of Aphrodite, opp. Ἀ. Πάνδημος, Pl.Smp.181c, cf. Pi.Fr.122.4, Hdt.1.105; worshipped in Scythia, Id.4.59, IPE2.28 (Panticapaeum); in Amorgos, IG12(7).57 (iii B. C.). III the Arabians called the moon Ἀλιλάτ, i.e. Οὐρανίη, Hdt.3.8. IV a game in which a ball was thrown into the air, Hsch. V a plant, = ἶρις, Ps.-Dsc.1.1. VI Aeol. or Dor. ὠρανίᾱφι, said to be voc., O (Muse) of heaven, Alcm.59.
Greek (Liddell-Scott)
Οὐρᾰνία: ἡ, ἡ ἐξ οὐρανοῦ, ὄνομα μιᾶς τῶν Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78˙ ἀκολούθως ἐθεωρεῖτο κυρίως ὡς ἡ Μοῦσα τῆς ἀστρονομίας. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ Ἀφρ. Πάνδημος, Πλάτ. Συμπ. 181C, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 105, Πινδ. Ἀποσπάσμ. 87. 3˙ ἐλατρεύετο ἐν Σαρματίᾳ, Ἡρόδ. 4. 59, Συλλ. Ἐπιγρ. 2109b. ΙΙΙ. οἱ Ἀράβιοι ἐκάλουν τὴν σελήνην Ἀλιτάτ, δηλ. Οὐρανίην, Ἡρόδ. 3. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Uranie :
1 surn. d’Aphrodite;
2 muse de l’astronomie;
3 n. d’une Océanide.
Étymologie: οὐρανός.
Greek Monotonic
Οὐρᾰνία: ἡ,
I. Ουρανία, η εξ Ουρανού, μία από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ.
II. προσωνύμιο της θεάς Αφροδίτης, σε Πλάτ.