πάλτο

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλτο Medium diacritics: πάλτο Low diacritics: πάλτο Capitals: ΠΑΛΤΟ
Transliteration A: pálto Transliteration B: palto Transliteration C: palto Beta Code: pa/lto

English (LSJ)

   A v. πάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

πάλτο: Ἐπικ. συγκεκομμ. ἀόρ. μέσ. τοῦ πάλλω, ἐπὶ παθητ. σημασ.

French (Bailly abrégé)

v. πάλλω.

English (Autenrieth)

see πάλλω.

Greek Monolingual

το
επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok].

Greek Monotonic

πάλτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του πάλλω.