πανάφθιτος

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A allimperishable, ἦμαρ AP7.14 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 457] ganz unzerstörbar, unvergänglich, Antp. Sid. 70 (VII, 17), ἦμαρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάφθῐτος: -ον, ὅλως ἄφθιτος, ἄφθαρτος, ἀΐδιος, ἦμαρ Ἀνθ. Π. 7. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait impérissable.
Étymologie: πᾶν, ἄφθιτος.

Greek Monolingual

πανάφθιτος, -ον (Α)
τελείως άφθαρτος, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφθιτος.

Greek Monotonic

πᾰνάφθῐτος: -ον, εντελώς άφθαρτος, σε Ανθ.