πανάφθιτος
English (LSJ)
ον,
A allimperishable, ἦμαρ AP7.14 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 457] ganz unzerstörbar, unvergänglich, Antp. Sid. 70 (VII, 17), ἦμαρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάφθῐτος: -ον, ὅλως ἄφθιτος, ἄφθαρτος, ἀΐδιος, ἦμαρ Ἀνθ. Π. 7. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait impérissable.
Étymologie: πᾶν, ἄφθιτος.
Greek Monolingual
πανάφθιτος, -ον (Α)
τελείως άφθαρτος, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφθιτος.
Greek Monotonic
πᾰνάφθῐτος: -ον, εντελώς άφθαρτος, σε Ανθ.