πανδαμεί
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
πᾰν-δᾱμος,
A v. πανδημεί πάνδημος.
Greek (Liddell-Scott)
πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί.