περιφόρητος
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
Greek (Liddell-Scott)
περιφόρητος: (οὐχὶ περιφορητός), Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, φορητός, οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ δεῖπνον Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου περιβόητος γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλει ὁ περιφόρητος Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, ἔνθα ἴδε Bergk.˙ ― μετὰ παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on peut porter tout autour, portatif;
2 dont le nom est répandu tout autour, célèbre.
Étymologie: περιφορέω.
Greek Monotonic
περιφόρητος: -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ.
II. περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.