πολιόχρως

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A white-coloured, κύκνος E.Ba.1365 (sed leg. κηφῆνα πολιόχρων) ; μεμβράδες Ar.Fr.137.

German (Pape)

[Seite 656] ωτος, mit grauer, weißlicher Haut, mit weißem Leibe; κύκνος, Eur. Bacch. 1359; πολιόχρωσι, Ar. bei Ath. VII, 287 d.

Greek (Liddell-Scott)

πολιόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα πολιόν, λευκόχρους, Εὐρ. Βάκχ. 1364· βεμβράδες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 179.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
à une couleur grisâtre ou blanche, particul. :
1 aux cheveux blancs;
2 au plumage blanc.
Étymologie: πολιός, χρώς.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που το δέρμα του έχει λευκό χρώμα
2. (για πτηνό) αυτός που έχει λευκό πτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «λευκός, ψαρός, υπόλευκος» + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» (πρβλ. λευκό-χρως, μελανό-χρως)].

Greek Monotonic

πολιόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, λευκόχρωμος, λευκός, σε Ευρ.