Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιζώννυμαι

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Greek (Liddell-Scott)

περιζώννυμαι: μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. ζωννύω περὶ ἑμαυτόν, ζώννομαι μέ τι, περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· ἐσθῆτα, τήβεννον Πλουτ. Ρωμ. 16, Κοριολ. 9· γυμνὸς ὢν τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τὸν ἐφόρεσεν ὡς προστάτην, σχῆμα λόγου, παρ’ ὑπόνοιαν, ἀντὶ τοῦ: ἐπίτροπον ἐποιήσατο, Ἀριστοφ. Εἰρ. 687· ἦν δέ ποτε καὶ περὶ Μακεδονίαν νόμος τὸν μηθένα ἀπεκτακότα πολέμιον περιεζώσθαι τὴν φορβειάν, νὰ φορῇ ὡς ζώνην φορβειάν, ἤτοι καπίστριον, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11· ― ἀπολ., ἐπὶ μαγείρων (ἴδε περίζωμα)· περιεζωσμένος, «μὲ τὴν ποδιάν», Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 3, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 12· ἐπὶ ἀθλητῶν, Παυσ. 1. 44, 1· ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Πολύβ. 30. 13, 20. 2) μεταφορ., ἀναλαμβάνω, Ἄννα Κομν. 1. 304.

French (Bailly abrégé)

se ceindre : ἐσθῆτα PLUT, τήβεννον PLUT mettre son vêtement, sa toge.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Greek Monotonic

περιζώννῠμαι: Μέσ. με Παθ. παρακ. -έζωσμαι, ζώνω ολόγυρά μου, περιζώνομαι, ἐσθῆτα, σε Πλούτ.· τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τον έβαλε μπροστά για προστασία, σε Αριστοφ.· περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.