προκνημίς

From LSJ
Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκνημίς Medium diacritics: προκνημίς Low diacritics: προκνημίς Capitals: ΠΡΟΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: proknēmís Transliteration B: proknēmis Transliteration C: proknimis Beta Code: proknhmi/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,

   A covering for the leg, Plb.6.23.8, Ascl.Tact.1.2, Ael.Tact.2.8, Polyaen.6.4.3.

German (Pape)

[Seite 730] ῖδος, ἡ, Bedeckung des Unterschenkels; Pol. 6, 23, 8; Polyaen. 6, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προκνημίς: ῖδος, ἡ, κάλυμμα τῆς κνήμης, Πολύβ. 6. 23, 8, Πολύαιν. 6. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
armure pour le devant de la jambe.
Étymologie: πρό, κνήμη.

Greek Monolingual

-ῑδος, ἡ, Α
κάλυμμα της κνήμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κνημίς (< κνήμη), πρβλ. περι-κνημίς.

Greek Monotonic

προκνημίς: -ίδος, ἡ, κάλυμμα για την κνήμη του ποδιού, σε Πολύβ.