προδείελος
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ον,
A before evening, π. ἔστιχεν Theoc.25.223.
German (Pape)
[Seite 714] vor Abend geschehend, σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν Theocr. 25, 223.
Greek (Liddell-Scott)
προδείελος: -ον, πρὸ τῆς ἑσπέρας, πρ. ἔστιχεν Θεόκρ. 25. 223.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait ou se fait avant le coucher du soleil.
Étymologie: πρό, δείελος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δείελος «εσπερινός, δειλινός»].
Greek Monotonic
προδείελος: -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει πριν το απόγευμα, σε Θεόκρ.