σιλλαίνω
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
(σίλλος)
A insult, mock, Herod.1.19, Ael.VH3.40, Poll. 2.54, D.L.9.111, Sch.Il.2.212, etc.
German (Pape)
[Seite 881] verhöhnen, verspotten, durchziehen, τινά, D. L. 9, 111; Luc. Prom. 8, Ael. V. H. 3, 40; Poll. 9, 148.
Greek (Liddell-Scott)
σιλλαίνω: (σίλλος) ὑβρίζω, σκώπτω, ἐμπαίζω, χλευάζω, διασύρω, «ἀπὸ τοῦ τοῖς ἰλλοῖς, τουτέστι τοῖς ὀφθαλμοῖς, σίνεσθαι» Ἡσύχ., Διογ. Λ. 9. 111, Λουκ. Προμ. 8, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40, Πολύδ. Β΄, 54, κτλ.
French (Bailly abrégé)
se moquer de, acc..
Étymologie: σίλλος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
σιλλαίνω: (σίλλος), προσβάλλω, χλευάζω, εμπαίζω, περιγελώ, διασύρω, σε Λουκ.