ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
[Seite 840] ion., zsgzgn aus ῥηΐδιος, Theogn.
ῥῄδιος: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ ῥηίδιος.
ion. c. ῥᾴδιος.
ία, -ον, Α
ιων. τ. βλ. ράδιος.
ῥῄδιος: Ιων. συνηρ. τύπος αντί ῥηΐδιος.