συνεκπίνω

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπίνω Medium diacritics: συνεκπίνω Low diacritics: συνεκπίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: synekpínō Transliteration B: synekpinō Transliteration C: synekpino Beta Code: sunekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink off together, τὸ κέρας X.An.7.3.32.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω, συνεξέπιε τὸ κέρας Ξεν. Ἀναβ. 7. 3, 32.

French (Bailly abrégé)

boire jusqu’à la dernière goutte ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπίνω.

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].

Greek Monolingual

Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].

Greek Monotonic

συνεκπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, πίνω, ρουφώ μέχρι τέλους, «στραγγίζω» από κοινού, σε Ξεν.