σύρραξις

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρραξις Medium diacritics: σύρραξις Low diacritics: σύρραξις Capitals: ΣΥΡΡΑΞΙΣ
Transliteration A: sýrraxis Transliteration B: syrraxis Transliteration C: syrraksis Beta Code: su/rracis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.

Greek Monotonic

σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.